κελάρι

κελάρι
το
(λ. λατ.), αποθήκη, όπου φυλάγονται τρόφιμα: Πιάσε κρασί από το βαρέλι που 'ναι κάτω στο κελάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κελάρι — το βλ. κελλάρι …   Dictionary of Greek

  • κελαρί — το (ελλ. δημ. μουσ.) (στην περιοχή τού Πόντου τής Μικράς Ασίας) είδος έγχορδου οργάνου, πιθανώς μορφή λύρας με δοξάρι …   Dictionary of Greek

  • κελλάρι — και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι) αποθήκη τροφίμων ή κρασιού μσν. δωμάτιο αρχ. αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • ανηλιό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 260 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται κοντά στη Ζαχάρω. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαχάρως. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 610 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • κατάγειος — κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι… …   Dictionary of Greek

  • κρήινον — κρήϊνον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα ινον), βλ. και κρήιον / κρείον] …   Dictionary of Greek

  • υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • Βέρβαινα ή Βέρβενα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 302 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. Το χωριό είχε αξιοσημείωτη συμβολή κατά την Επανάσταση του 1821. Εκεί ιδρύθηκε καλά οχυρωμένο στρατόπεδο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Φολεγάνδρου — Ένα πρωτότυπο Λαογραφικό και Οικολογικό Μουσείο λειτουργεί από το 1988 στην Άνω Mεριά Φολεγάνδρου. Σε μικρή απόσταση από το Kάστρο, ένα στενό μονοπάτι θα σας οδηγήσει σ’ ένα αγροτόσπιτο, το οποίο, μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα και τα εξαρτήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”